- ευπρόσωπος
- η , ο [ος , ον ] см. ευπαρουσίαστος 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐπρόσωπος — fair of face masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσωπότερον — εὐπρόσωπος fair of face adverbial comp εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωπότατον — εὐπρόσωπος fair of face masc acc superl sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσώπως — εὐπρόσωπος fair of face adverbial εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσωπον — εὐπρόσωπος fair of face masc/fem acc sg εὐπρόσωπος fair of face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτάτη — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτάτοις — εὐπρόσωπος fair of face masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωποτέρους — εὐπρόσωπος fair of face masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωπόταται — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)